- ιχνευτής
- ὁ (Α ἰχνευτής) [ιχνεύω]ανιχνευτής, ιχνηλάτηςαρχ.1. στον πληθ. Ἰχνευταίτίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλή2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους4. είδος ζώου τής Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.
Dictionary of Greek. 2013.